τρεκλίζω

τρεκλίζω
βλ. τρικλίζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρεκλίζω — → δες τρικλίζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τρεκλίζω — Ν βλ. τρικλίζω …   Dictionary of Greek

  • τρικλίζω — και τρεκλίζω Ν κλονίζομαι κατά το βάδισμα, παραπαίω, παραπατώ («τρικλίζει από το μεθύσι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τρικλίζω < τρεκλίζω με αφομοίωση < τρακλίζω με τροπή τού α σε ε λόγω τού παρακείμενου υγρού (πρβλ. κράββατος > κρεββάτι, ραπάνι > …   Dictionary of Greek

  • σφάλλω — ΝΜΑ (ενεργ. και μέσ.) 1. κάνω λάθος, πέφτω σε σφάλμα 2. αμαρτάνω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βλ. εσφαλμένος αρχ. 1. κάνω κάποιον να πέσει, ιδίως με τρικλοποδιά 2. αναγκάζω πλοίο να ξεφύγει από τον δρόμο του («τὰς δὲ βαρβαρικὰς [ναῡς …   Dictionary of Greek

  • τρίκλισμα — και τρέκλισμα, το, Ν [τρικλίζω/ τρεκλίζω] κλονισμός κατά τη βάδιση, παραπάτημα …   Dictionary of Greek

  • τρικλός — και τρεκλός, ο, Ν αυτός που κλονίζεται κατά το βάδισμα, αυτός που παραπατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. τρικλίζω / τρεκλίζω] …   Dictionary of Greek

  • παραπατώ — παραπάτησα 1. στραβοπατώ, σκοντάφτω: Μάνα μου, παραπάτησα και το σταμνί μου τσάκισα (δημ. τραγ.). 2. βαδίζω με βήμα ασταθές, τρεκλίζω: Παραπατούσε από το μεθύσι. 3. φταίω, παραστρατώ: Μια φορά παραπάτησα στη ζωή μου και το πλήρωσα ακριβά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρικλίζω — τρίκλισα, και τρεκλίζω αμτβ., κλονίζομαι στο βάδισμα, παραπατώ, παραπαίω: Μέθυσε και ήρθε τρικλίζοντας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”